- κατηλυσία
- κατηλυσία, ιων. τ. κατηλυσίη, ἡ (Α)κατάβαση, κάθοδος, πτώση («κατηλυσίη τ' ἄνοδος τε», Άρατ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -ηλυσία (< -ηλύτης < -ηλυς, πρβλ. κάτ-ηλυς + κατάλ. -της), πρβλ. εισ-ηλυσία, επ-ηλυσία].
Dictionary of Greek. 2013.